Περί ορίων και ύβρεως

      Παρατηρώ συχνά τις δημόσιες πινακίδες στους δρόμους, οι οποίες συνήθως έχουν υποστεί κάποιου είδους βανδαλισμό. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια η συχνότητα της πρακτικής αυτής έχει αυξηθεί σημαντικά και κατά κάποιο τρόπο έχει καθιερωθεί (οι δράστες πολλές φορές αφήνουν και την υπογραφή τους). Σήμερα βλέποντας μια πινακίδα οδού ζωγραφισμένη, συνειρμικά πήγε ο νους μου στο περιστατικό των «Ερμοκοπίδων» στην Αθήνα, το καλοκαίρι του 415 π.Χ.  Θυμίζω ότι ο τότε ισχυρός άνδρας των Αθηναίων, Αλκιβιάδης, μαζί με την παρέα του κατηγορήθηκαν ότι βεβήλωσαν τις ερμαϊκές στήλες, που αποτελούσαν τους οδοδείκτες τις εποχής και διακωμώδησαν τα ελευσίνια μυστήρια, την πιο ιερή τελετή που τηρούσαν οι Αθηναίοι. Άσχετα με το γεγονός ότι το συγκεκριμένο περιστατικό μπορεί να υποκρύπτει πολιτική σκοπιμότητα (αρκετοί ερευνητές το αποδίδουν σε δάκτυλο των αντιπάλων του), η ουσία παραμένει η ίδια: ο Αλκιβιάδης κατηγορήθηκε γιατί είχε διαπράξει ύβρη. Είχε υπερβεί, με άλλα λόγια, τα ηθικά όρια που επέβαλλε η κοινωνία των Αθηνών του 5ου αιώνα, μεταπίπτοντας σε συναισθηματική και συμπεριφορική υπερβολή. Θεωρώ ότι αυτό το γεγονός ήταν το καταλυτικό, ώστε να οδηγηθούν ακόμη και οι πολιτικοί του σύμμαχοι στο να συμφωνήσουν στην καταδίκη του, ακριβώς την στιγμή που εκείνος βρισκόταν στον κολοφώνα της δόξας του (στρατηγός προς την Σικελία)[1].
      Πάντοτε με παραξένευε η στάση του αθηναϊκού δήμου, καθώς μπροστά στο πρακτικό όφελος (επιτυχία της σικελικής εκστρατείας και επέκταση της αθηναϊκής ηγεμονίας προς τη Δύση) επέλεξαν να προτάξουν το ηθικό – ψυχολογικό. Εξετάζοντάς το, ωστόσο, τώρα μέσα από την ψυχολογική οπτική, ακόμη και το γεγονός ότι οι πολιτικοί του αντίπαλοι κατόρθωσαν να εκμεταλλευτούν  (ή και να κατασκευάσουν) αυτή την κατηγορία για να τον εμπλέξουν, διαγράφει ξεκάθαρα το πλαίσιο, μέσα στο οποίο η συγκεκριμένη κοινωνία τοποθετούσε τη λειτουργία των μελών της. Όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης, όλα επιτρέπονταν στον ιδιωτικό βίο του καθενός[2], μέχρι του σημείου, ωστόσο, που κανείς ξεκάθαρα αψηφούσε τον νόμο και την ιδιότητα των θεών, οπότε ουσιαστικά θεωρούσε τον εαυτό του πέρα από τις περιορισμένες ιδιότητες του ανθρώπου. Γιατί, όμως, μια τέτοια συμπεριφορά μπορεί να ενοχλούσε; Για δυο λόγους, φαντάζομαι: αρχικά, για την ψυχική ισορροπία του ίδιου του ατόμου και, έπειτα, για την εξισορρόπηση του κοινωνικού συνόλου.
      Μια κοινωνία οφείλει να καθορίσει αρχές και μέτρα, τα οποία να διαγράφουν ένα πλαίσιο «υγιούς» - λειτουργικής διαβίωσης των μελών της μέσα της. Οφείλει να μετασχηματίσει τις προηγούμενες εμπειρίες σε συλλογική γνώση και μέσα από θεσμοθετημένα όργανα (π.χ. οικογένεια, εκπαιδευτικοί και θρησκευτικοί φορείς) να μεταβιβάσει το γνωστικό αποτέλεσμα υπό μορφή συμπεριφορικών ορίων (νόμοι, κανόνες, αντιλήψεις), ώστε να προστατεύει τα μέλη της από υπερβολές, οι οποίες βάσει προηγουμένων εμπειριών οδηγούν το άτομο σε ανεπιθύμητες εξελίξεις. Όταν το μικρό παιδί μάθει ξεκάθαρα τι χρειάζεται και τι επιτρέπεται να κάνει σε όλη τη ζωή του, κατορθώνει να οικοδομήσει τη διαβίωσή του σε σταθερές βάσεις, πάνω στις οποίες θα δομήσει την ψυχική του ισορροπία. Το συστατικό αυτό είναι απαραίτητο για την ολοκληρωμένη ανάπτυξη, καθώς απελευθερώνει το άτομο από το δυσβάσταχτο έργο να προσπαθήσει να καθορίσει από μόνο του το βέλτιστο πλαίσιο ύπαρξης.
      Ασφαλώς, η κοινωνία διαθέτει πλεόνασμα ανοχής και μπορεί να διευρύνει τα όριά της, ώστε να εμπεριέξει όλα τα μέλη της. Αυτό συνέβη και με την προσωπικότητα που χρησιμοποίησα ως παράδειγμα, την οποία η αθηναϊκή κοινωνία εμπερίεξε πολλές φορές, όταν ξέφευγε από τα «εσκαμμένα»[3]. Ωστόσο, δεν ανέχθηκε μια πράξη, η οποία σε πραγματικό μέγεθος δεν είχε αντίκτυπο στην συνοχή της: μια παρέα πλουσιόπαιδων (η «ελίτ» των Αθηνών), έπειτα από οινοποσία, μέσα στη νύχτα να ασχημονεί στους δρόμους. Για εμάς ίσως να ακούγεται μηδαμινό, ευτελές, συνηθισμένο, άνευ σημασίας, υπερβολικό να το συζητήσει κανείς. Για τον μέσο Αθηναίο, παρ’ όλα αυτά, δεν ήταν: ο Αλκιβιάδης με την, έστω, υποτιθέμενη πράξη του είχε θέσει σε κίνδυνο τα ίδια τα ηθικά θεμέλια της κοινωνίας. Με το να διακωμωδήσει και να υπερβεί τα υπέρτατα όρια (οσιότητα ελευσινίων μυστηρίων), ουσιαστικά, τα κατέλυε, καθώς δημιουργούσε προηγούμενο κατάλυσής τους. Αντιλαμβάνομαι τον φόβο του αθηναϊκού δήμου, όταν οι πολιτικοί αντίπαλοι του Αλκιβιάδη θα αναφωνούσαν πύρινους λόγους εστιάζοντας ακριβώς σε αυτό το σημείο: «το υπέρτατο όριο της συνοχής της κοινωνίας (αυτό που έχουμε αποδεχτεί όλοι ως μόνος πλήρως απαράβατος κανόνας, η οσιότητα των μυστηρίων) έχει καταρριφθεί, οπότε ο κίνδυνος της κατάρρευσης και της κοινωνίας μας βρίσκεται προ των θυρών. Αν δεν ληφθούν μέτρα γρήγορα και δεν δοθεί ένα ηχηρό μήνυμα, είναι πολύ πιθανόν στο μέλλον να εμφανιστούν μιμητές, οι οποίοι θα πράξουν ακόμα χειρότερα»[4].
      Κανείς θα μπορούσε να αντιτείνει ότι το γεγονός αυτό, από μόνο του, δεν μπορεί να είναι μόνο αρνητικό∙ θα μπορούσε να αποτελέσει και εφαλτήριο για μελλοντική αλλαγή και εξέλιξη. Σωστό, αλλά μόνο όταν συμβαίνει σε κοινωνία που είναι έτοιμη να αλλάξει…   
      Τα όρια, λοιπόν, είναι μια αφηρημένη, νοητή, ψυχολογική «κόκκινη γραμμή», που θέτει ένας θεσμός ή ένα σύστημα στα μέλη του, ώστε να καθορίσει το μέτρο που επιτρέπεται κάποια συμπεριφορά ή/και μια ψυχολογική διεργασία, δίχως να προκαλείται ανισορροπία στο ίδιο το σύστημα. Αρχικά στη ζωή του ανθρώπου, η επιβολή τους γίνεται από εξωτερικούς παράγοντες (οικογένεια, σχολείο, κοινότητα), όμως, ο βασικός στόχος είναι η εσωτερίκευσή τους, με τρόπο που να προάγει τη λειτουργική διαβίωση του ίδιου του ανθρώπου, αλλά και την ομαλή ένταξή του στο σύνολο. Οτιδήποτε υπερβαίνει τα όρια (μια συγκεκριμένη συμπεριφορά), δημιουργεί δυσαρμονία, ανισορροπία και τις περισσότερες φορές ανάγκη για εξάλειψή της. Λιγότερες φορές μπορεί να αποτελέσει αιτία για αλλαγή, ωστόσο, μόνο σε συστήματα που διαθέτουν τις προϋποθέσεις για αλλαγή.


[1] Το περιστατικό με τις ερμαϊκές στήλες ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για τον Αλκιβιάδη, καθώς ο βίος του ήταν γεμάτος με πράξεις υπερβολής (βλ. Θουκυδίδου, Ιστορία και Πλουτάρχου, Αλκιβιάδης).
[2] Βλ. το απόσπασμα του επιταφίου λόγου του Περικλέους.
[3] Να σημειωθεί, επίσης, ότι ο Αλκιβιάδης έχαιρε και μιας άτυπης «ασυλίας», καθώς αποτελούσε το τελευταίο μέλος της επιφανέστερης οικογένειας των Αθηνών, του οίκου των Αλκμεωνιδών.
[4] Παρόμοια είναι και η περίπτωση της κατηγορίας του Σωκράτη περί αθεΐας και καταδίκης του σε θάνατο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου