Η διαγενεακή μεταβίβαση των αντιλήψεων και συμπεριφορών



     Στο κείμενο αυτό γίνεται λόγος για τον τρόπο που μεταφέρουμε στην ενήλικη ζωή μας βιώματα και μνήμες από την οικογενειακή μας ζωή και πώς αυτά στη συνέχεια γίνονται μέρος της δικής μας προσωπικότητας. Θα ξεκινήσω παραθέτοντας μια ιστορία:

    Πριν κάποια χρόνια, όταν εργαζόμουν σε ένα νησί των Κυκλάδων, είχα συνεδρίες συμβουλευτικής με μια έφηβη, αλβανικής καταγωγής, ανά δεκαπενθήμερο. Η κοπέλα φοιτούσε στην τελευταία τάξη του Λυκείου, ήταν πολύ καλή μαθήτρια (Μ.Ο. 18) και φιλοδοξούσε να εισαχθεί μέσω των πανελληνίων στη Φιλοσοφική Σχολή. Η ίδια και η οικογένειά της ήταν εναρμοσμένοι στην ελληνική κοινωνία, μιλούσαν καλά ελληνικά και διατηρούσαν καλές σχέσεις με την κοινότητα του νησιού. Η Μ. είχε ζητήσει την συνδρομή της Μονάδας, λόγω του άγχους επίδοσης που την διακατείχε εκείνη την χρονιά, αλλά και των συγκρουσιακών σχέσεων που είχε με τους γονείς της. Οι γονείς της είχαν συναινέσει στο αίτημα της έφηβης και μάλιστα είχαν προσέλθει από κοινού σε μια οικογενειακή συνεδρία, την οποία είχα καλέσει, ώστε να διαπιστώσω την δυναμική των σχέσεων.

      Αρχικά, με την Μ. δουλέψαμε το θέμα του άγχους για τις εξετάσεις, το οποίο αποτελούσε και το κύριο αίτημά της. Δεν θα αναφερθώ εδώ σε λεπτομέρειες, απλώς επισημαίνω ότι η έννοια της επίδοσης στα παιδιά συνδέεται ασυνείδητα με τις προβολές και τις ταυτίσεις που κάνουν τα ίδια προς τους γονείς ή τ’ αδέλφια τους ή το αντίστροφο (σε άλλο κείμενο θα γίνει εκτενής αναφορά). Ήδη από αυτή τη διεργασία η Μ. φαινόταν να σέβεται πολύ την γνώμη των γονέων της. Στη συνέχεια, προχωρήσαμε να αναλύσουμε την σχέση της με τους γονείς της: ιδιαίτερο ζήτημα αποτελούσε η επιθυμία της να βγαίνει έξω για περίπατο στο λιμάνι με το αγόρι της, τις ώρες που είχε ελεύθερες από την μελέτη, γεγονός στο οποίο οι γονείς της ήταν αντίθετοι. Η Μ. διαμαρτυρόταν για αυτή την αντιμετώπιση από πλευράς τους και δήλωνε απογοητευμένη που εκείνοι δεν την εμπιστεύονταν. Πράγματι, έδειχνε ιδιαίτερα ενοχλημένη, καθώς όντως έδινε την εντύπωση ότι ήξερε τι έκανε και πως διέθετε σύνεση και λογική. Από την άλλη, προσπαθούσαμε να κατανοήσουμε και την στάση των γονέων της.

      Σε μια στιγμή της συνεδρίας την προκάλεσα με την παρακάτω ερώτηση: “Εσύ τί θα έκανες, εάν ήσουν στη θέση των γονέων σου;” Ο στόχος ήταν προφανής-η πρόκληση ενσυναίσθησης. Ωστόσο, η απάντηση της Μ. ήταν ακαριαία και άκρως αφοπλιστική. Δίχως να διστάσει και αμέσως με το που τελείωσα την ερώτησή μου, αποκρίθηκε: “Δεν θα με άφηνα ποτέ να βγω έξω.” Τις επόμενες στιγμές επικράτησε σιγή. Προσπαθούσαμε να επεξεργαστούμε την απροσδόκητη απάντηση. Όταν, όμως, αντιληφθήκαμε το νόημα της απάντησης, χαμογελάσαμε και οι δύο. Η Μ. συνειδητοποιώντας τα λόγια της, αναφώνησε “Ωχ, τι είπα τώρα;” σχεδόν απολογητικά, μάλλον προς τον εαυτό της.

      Αυτό το περιστατικό το αναφέρω αρκετά συχνά στις συνεδρίες συμβουλευτικής που διεξάγω, καθώς το θεωρώ απολύτως ενδεικτικό του φαινομένου που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε “διαγενεακή μεταβίβαση των αντιλήψεων και συμπεριφορών”. Άπειρα ακόμη παραδείγματα μπορεί να σκεφτεί κανείς, όπως τους γονείς, οι οποίοι αν και συμφωνούν ότι η σωματική βία είναι επιβλαβής για την ανάπτυξη του παιδιού, παρ’ όλα αυτά, χειροδικούν επάνω στα παιδιά τους, επειδή “έτσι έκαναν και οι δικοί τους γονείς στους ίδιους”.

      Η ζωή και η ανάπτυξη μέσα σε μια οικογένεια ως παιδί δεν μπορεί να θεωρηθεί ξεκομμένη από την ίδια την ύπαρξη του κάθε ανθρώπου. Εξηγούμαι: η διαμόρφωση της προσωπικότητας του κάθε ανθρώπου επηρεάζεται από τον τρόπο που ο ίδιος συμμετέχει στην οικογένεια καταγωγής του. Οι δυο γεννήτορες-γονείς, όταν από την αρχή ξεκινούν για την δημιουργία μιας καινούργιας οικογένειας, κουβαλούν μαζί τους και μέσα τους όλες τις «ψυχικές» εγγραφές από τις δικές τους οικογένειες προέλευσης. Η καινούργια οικογένεια που δημιουργείται διαθέτει έναν αρχικό «ψυχικό χώρο», ο οποίος αποτελείται από την ένωση των δυο καινούργιων γονέων. Ασφαλώς, δεν διατείνομαι ότι η ένωση είναι γραμμική, αλλά δυναμική, εννοώντας ότι κάποια στοιχεία παραμένουν αναλλοίωτα στη δημιουργία του «οικογενειακού Εγώ», κάποια τροποποιούνται και άλλα εξαλείφονται ή χάνονται σταδιακά. Στη συνέχεια, έρχονται στο προσκήνιο τα παιδιά…

      Εδώ το πράγμα αρχίζει να γίνεται ενδιαφέρον!...Πλέον δεν γίνεται λόγος για δυο μέλη της οικογενειακής ομάδας, αλλά για τρία και αργότερα περισσότερα. Αμέσως, το νεοφερμένο μέλος εντάσσεται στην ψυχική διεργασία της οικογένειας λαμβάνοντας, αλλά και συγχρόνως προσφέροντας ερεθίσματα. Αν υπολογίσουμε τις σχέσεις που αναπτύσσονται, βλέπουμε ότι σε μια τριάδα οι δυαδικές σχέσεις είναι τρεις (πατέρας-παιδί, μητέρα-παιδί, πατέρας-μητέρα) και μια η τριάδα. Όταν έρχεται και δεύτερο παιδί, οι σχέσεις αυξάνουν γεωμετρικά (6 δυάδες, 4 τριάδες και 1 τετράδα). Το ίδιο συμβαίνει με περισσότερα μέλη στην οικογένεια. Όπως είναι προφανές, το πλέγμα των σχέσεων μεταξύ των μελών σε κάθε οικογένεια γίνεται περίπλοκο.

      Μέσα σε αυτό το σύστημα των σχέσεων σχηματίζεται και εξελίσσεται το «οικογενειακό Εγώ», το οποίο επιδρά στο σύνολο των προβολών και ταυτίσεων που αναπτύσσουν τα μέλη, πρώτα μεταξύ τους και στη συνέχεια με τους υπόλοιπους ανθρώπους. Με άλλα λόγια, δημιουργείται ένας «διαψυχικός χώρος» στην οικογένεια, στον οποίον όλοι συνεισφέρουν αναλόγως με τον ρόλο τους και από τον οποίον όλοι επηρεάζονται. Εδώ εντάσσονται οι στάσεις, οι αντιλήψεις και οι συμπεριφορές. Ένα άλλο σύστημα που συμπεριλαμβάνεται είναι η ηθική της οικογένειας, το Υπερεγώ, με αναλυτικούς όρους.

      Επιστρέφοντας, λοιπόν, στην ιστορία με την οποία ξεκίνησε αυτό το κείμενο, βλέπουμε ότι η έφηβη είχε ενταχθεί πολύ καλά στο «οικογενειακό Εγώ», στην κουλτούρα της οικογένειάς της, παρ’ όλο που η επιθυμία της ήταν διαφορετική. Ως μονάδα ήθελε να λαμβάνει την ικανοποίηση της επαφής με το άλλο φύλο ή και της αίσθησης της αυτονόμησης. Εν τούτοις, οι οικογενειακές εγγραφές που ήδη διέθετε (το Υπερεγώ) της υπαγόρευε διαφορετική συμπεριφορά: «δεν πρέπει να βγεις από το σπίτι…». Εδώ έγκειται και η ύπαρξη ενοχών σε αντικρουόμενες σκέψεις, οι οποίες δεν είναι τίποτε άλλο από σύγκρουση αντιλήψεων επενδεδυμένες με άγχος απώλειας (θα γίνει αναφορά σε άλλο κείμενο).
      Συμπερασματικά, η συμπεριφορά μας καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις εγγραφές που διαθέτουμε από την περίοδο της οικογενειακής μας συμβίωσης και τις μεταφέρουμε αργότερα στην ζωή που δημιουργούμε εκτός αυτής. Η λειτουργία αυτών των εγγραφών είναι κυρίως ασυνείδητη και γι’ αυτόν τον λόγο δύσκολα ελέγξιμη. Τις περισσότερες φορές, βέβαια, ο έλεγχός τους δεν είναι απαραίτητος· κανείς μπορεί να ζήσει μια χαρά και με αυτές, ως έχουν. Άλλες φορές, όμως, ιδίως όταν υπάρχει εμφανής δυσλειτουργική επίδραση στην συμπεριφορά, χρειάζεται να βγουν στο προσκήνιο, να αναλυθούν και να τροποποιηθούν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου